- σαρακοφάγωμα
- το, Νδιάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρακοφάγωμα — το, ατος διάβρωση από σαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)